θεοπροπία: Difference between revisions
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
(17) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεοπροπία]], ἡ (Α) [[θεοπρόπος]]<br />η [[προφητεία]]. | |mltxt=[[θεοπροπία]], ἡ (Α) [[θεοπρόπος]]<br />η [[προφητεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεοπροπία:''' ἡ, [[προφητεία]], [[χρησμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A prophecy, oracle, Il.1.87, Od.1.415, etc.
German (Pape)
[Seite 1197] ἡ, Ausspruch der Gottheit, Orakel, Prophezeiung, Ἑκάτοιο, Il. 1, 385. 16, 36 Od. 1, 415. 2, 201, sp. Ep.
Greek (Liddell-Scott)
θεοπροπία: ἡ, προφητεία, χρησμός, Ἰλ. Α. 87, 385, Λ. 794, Π. 36, Ὀδ. Α. 415, Β. 201, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
ordre des dieux, prédiction, oracle.
Étymologie: θεοπρόπος.
Greek Monolingual
θεοπροπία, ἡ (Α) θεοπρόπος
η προφητεία.