δυσεπιβούλευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentiaZwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand

Menander, Monostichoi, 519
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσεπιβούλευτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να επιβουλευθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα βλάπτεται.
|mltxt=[[δυσεπιβούλευτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να επιβουλευθεί<br /><b>2.</b> αυτός που δύσκολα βλάπτεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσεπιβούλευτος:''' -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται [[στόχος]] μυστικής επίθεσης, [[στόχος]] εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 18:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσεπιβούλευτος Medium diacritics: δυσεπιβούλευτος Low diacritics: δυσεπιβούλευτος Capitals: ΔΥΣΕΠΙΒΟΥΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysepiboúleutos Transliteration B: dysepibouleutos Transliteration C: dysepivoyleftos Beta Code: dusepibou/leutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to attack secretly, X.Eq.Mag.4.11 (Comp.), Ages.6.7 (Sup.).    2 hard to damage, Apollod.Poliorc.139.7.

German (Pape)

[Seite 679] dem man schwer nachstellen kann, Xen. Ages. 6, 7, im superl., u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσεπιβούλευτος: -ον, δυσκόλως ἐπιβουλευόμενος, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contre qui ou contre quoi il est difficile de prendre des mesures.
Étymologie: δυσ-, ἐπιβουλεύω.

Spanish (DGE)

-ον
milit.
1 de pers. y lugares difícil de atacar por sorpresa αὐτοὶ μὲν δυσεπιβουλευτότεροί εἰσιν ἀφανεῖς ὄντες de soldados apostados, X.Eq.Mag.4.11, τόπος Plu.2.275b, de un ejército en alerta, X.Ages.6.7.
2 de ingenios de guerra al que es difícil alcanzar, difícil de dañar Apollod.Poliorc.139.7, 170.12.

Greek Monolingual

δυσεπιβούλευτος, -ον (Α)
1. αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να επιβουλευθεί
2. αυτός που δύσκολα βλάπτεται.

Greek Monotonic

δυσεπιβούλευτος: -ον, αυτός που δύσκολα γίνεται στόχος μυστικής επίθεσης, στόχος εχθρικής ενέργειας, σε Ξεν.