μεμόρηται: Difference between revisions

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
(6_14)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεμόρηται''': μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]].
|lstext='''μεμόρηται''': μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεμόρηται:''' γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του [[μείρομαι]]· μτχ. [[μεμορημένος]].
}}
}}

Revision as of 18:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεμόρηται Medium diacritics: μεμόρηται Low diacritics: μεμόρηται Capitals: ΜΕΜΟΡΗΤΑΙ
Transliteration A: memórētai Transliteration B: memorētai Transliteration C: memoritai Beta Code: memo/rhtai

English (LSJ)

μεμορημένος, μεμορμένος,

   A v. μείρομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μεμόρηται: μεμορμένος, ἴδε ἐν λ. μείρομαι.

Greek Monotonic

μεμόρηται: γʹ ενικ. Παθ. παρακ. του μείρομαι· μτχ. μεμορημένος.