Ἰάονες: Difference between revisions

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[Ἰάονες]], οἱ (Α)<br />([[εκτεταμένος]] τ.) οι [[Ίωνες]]<br /><b>2.</b> (στην περσική [[γλώσσα]]) οι Έλληνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Ίωνες]]].
|mltxt=[[Ἰάονες]], οἱ (Α)<br />([[εκτεταμένος]] τ.) οι [[Ίωνες]]<br /><b>2.</b> (στην περσική [[γλώσσα]]) οι Έλληνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[Ίωνες]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Ἰάονες:''' [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί <i>Ἴωνες</i>, [[Ίωνες]], στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = <i>Ἕλληνες</i>, σε Αισχύλ.· ενικ. [[Ἰάων]], [[σπάνιος]], σε Θεόκρ.· [[Ἰαόνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. [[παρά]] Πλουτ.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἰάονες Medium diacritics: Ἰάονες Low diacritics: Ιάονες Capitals: ΙΑΟΝΕΣ
Transliteration A: Iáones Transliteration B: Iaones Transliteration C: Iaones Beta Code: *)ia/ones

English (LSJ)

[ῐᾱ], οἱ,= Ἴωνες, Ionians, Il.13.685, h.Ap.147, etc.; in the mouth of a Persian

   A = Ἕλληνες, A.Pers.178, 563(lyr.): sg., Ἰάων rare, Theoc.16.57:—fem. Ἰαονίς, ίδος, Νύμφαισιν Ἰαονίδεσσιν Nic.Fr. 74.8: Ἰαονίηθε, from Ionia, ib.2: Ἰαόνιος, α, ον, Greek, A.Supp.69 (lyr.), Pers.899(lyr., Herm. for Ἰόνιον); Athenian, Orac. ap. Plu.Sol. 10.

Greek (Liddell-Scott)

Ἰάονες: οἱ, ἐκτεταμένος τύπος ἀντὶ Ἴωνες, εἰς οὓς περιλαμβάνονται κατὰ τὸν Ὅμ. (Ἰλ. Ν. 685, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 147) οἱ κάτοικοι τῆς Ἀττικῆς καὶ τῶν Μεγάρων· ἴδε Heyne εἰς Ἰλ. τ. 6. σ. 287: - ἐν τῇ Περσικῇ γλώσσῃ ἦτο = τῷ Ἕλληνες, Αἰσχύλ. Πέρσ. 178. 583· οὕτω καὶ σήμερον οἱ Τοῦρκοι καλοῦσι τοὺς Ἕλληνας Γιουνάν: - ὁ ἑνικ. Ἰάων εἶναι σπάν., Θεόκρ. 16. 57, πρβλ. Ἰαοναῦ: θηλ. Ἰαονίς, ίδος, Νίκανδρ. παρ’ Ἀθην. 683Β· Ἰαονία, ἡ, Ἰωνία, αὐτόθι Α. G. - Ἰαόνιος, α, ον, Ἑλληνικός, Αἰσχύλ. Ἱκέτ.?69, Πέρσ. 899 (κατὰ τὸν Ἔρμανν. ἀντὶ Ἰόνιον)· Ἀθηναῖος, Χρησμ. παρὰ Πλουτ. ἐν Σόλωνι 10. Ἰᾱ΄ονες· - ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 949 ὑπάρχει ἡμαρτημένος τύπος Ἰᾰ΄νων.

English (Autenrieth)

Ionians, Il. 13.685†.

Greek Monolingual

Ἰάονες, οἱ (Α)
(εκτεταμένος τ.) οι Ίωνες
2. (στην περσική γλώσσα) οι Έλληνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Ίωνες].

Greek Monotonic

Ἰάονες: [ᾱ], οἱ, εκτεταμ. αντί Ἴωνες, Ίωνες, στους οποίους περιλαμβάνονται κατά τον Όμηρο οι κάτοικοι της Αττικής και των Μεγάρων, σε Ομήρ. Ιλ.· στα Περσικά, = Ἕλληνες, σε Αισχύλ.· ενικ. Ἰάων, σπάνιος, σε Θεόκρ.· Ἰαόνιος, , -ον, Ιωνικός, Ελληνικός, σε Αισχύλ.· Αθηναϊκός, σε Χρησμ. παρά Πλουτ.