παραβασία: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(30) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=επικ. τ. [[παραιβασίη]], ποιητ. τ. [[παρβασία]], ή, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλάνη]], [[παραίσθηση]]<br /><b>2.</b> [[ατιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράβασις]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>]. | |mltxt=επικ. τ. [[παραιβασίη]], ποιητ. τ. [[παρβασία]], ή, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[πλάνη]], [[παραίσθηση]]<br /><b>2.</b> [[ατιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[παράβασις]] [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>ία</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραβᾰσία:''' ἡ, Επικ. [[παραιβασίη]], = [[παράβασις]] II, σε Ησίοδ.· ποιητ. [[παρβασία]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, Ep. παραιβασίη,
A = παράβασις II, Hes.Th.220 (pl.), PLond.1.113.1 (vi A. D.), etc.: poet. παρβασία A.Th.743 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 471] ἡ, poet. παραιβασία, w. m. s., = Folgdm.
Greek (Liddell-Scott)
παραβᾰσία: ἡ, Ἐπικ. παραιβασίη, = παράβασις, ΙΙ, Ἡσ. Θ. 220· ποιητ. παρβασία Αἰσχύλ. Θήβ. 743.
Greek Monolingual
επικ. τ. παραιβασίη, ποιητ. τ. παρβασία, ή, ΜΑ
1. πλάνη, παραίσθηση
2. ατιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράβασις κατά τα θηλ. σε -ία].
Greek Monotonic
παραβᾰσία: ἡ, Επικ. παραιβασίη, = παράβασις II, σε Ησίοδ.· ποιητ. παρβασία, σε Αισχύλ.