ὑπολαμπής: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
(43)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λάμπει αμυδρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[λαμπής]]].
|mltxt=-ές, Α<br />αυτός που λάμπει αμυδρά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[λαμπής]] (<span style="color: red;"><</span> [[λάμπω]]), <b>πρβλ.</b> <i>περι</i>-[[λαμπής]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπολαμπής:''' -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, [[λάμψη]], σε Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 19:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπολαμπής Medium diacritics: ὑπολαμπής Low diacritics: υπολαμπής Capitals: ΥΠΟΛΑΜΠΗΣ
Transliteration A: hypolampḗs Transliteration B: hypolampēs Transliteration C: ypolampis Beta Code: u(polamph/s

English (LSJ)

ές,

   A shining with inferior lustre, σάκος . . ἠλέκτρῳθ' ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Hes.Sc.142.

German (Pape)

[Seite 1223] ές, darunter glänzend, durchschimmernd, ἠλέκτρῳ, Hes. Sc. 142; – etwas leuchtend, glänzend.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπολαμπής: -ές, γεν. έος, ὁ λάμπων μὲ ἀμβλεῖαν λάμψιν, σάκος... ἠλέκτρῳ θ’ ὑπολαμπὲς ἔην, χρυσῷ τε φαεινῷ λαμπόμενον Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 142.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui jette une faible lueur.
Étymologie: ὑπολάμπω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λάμπει αμυδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -λαμπής (< λάμπω), πρβλ. περι-λαμπής].

Greek Monotonic

ὑπολαμπής: -ές, αυτός που λάμπει, αστράφτει, γυαλίζει με υποτονικό φως, λάμψη, σε Ησίοδ.