πολυέλικτος: Difference between revisions
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>έλικτος</i>]. | |mltxt=και επικ. τ. [[πουλυέλικτος]], -ον, ΜΑ<br />(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («[[πουλυέλικτος]] χορείη», <b>Νόνν.</b>)<br />(| <b>αρχ.</b> αυτός που έχει πολλές σπείρες, πολύ κουλλουριασμένος («πολυέλικτον [[ἔντερον]]», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἑλικτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἑλίσσω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>έλικτος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυέλικτος:''' -ον, [[πολύ]] συσπειρωμένος, [[πολυέλικτος]] [[ἁδονά]], [[ευχαρίστηση]], [[ηδονή]] του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A much convoluted, ἔντερον Gal.2.572; τὸ π., of a nerve, Id.UP9.13. II π. ἁδονά the pleasure of the mazy dance, E.Ph.314 (lyr.); Ep. πουλυ-, π. χορείη Nonn.D.21.185.
German (Pape)
[Seite 662] vielfach gewunden, übh. mannichfach, ἡδονή, Eur. Phoen. 319.
Greek (Liddell-Scott)
πολυέλικτος: -ον, ὁ πολὺ ἑλικτός, ἔντερον Γαλην.· πολ. ἁδονά, ἡ ἡδονὴ τοῦ ἑλικτοῦ χοροῦ, Εὐρ. Φοίν. 314· π. χορείη Νόνν. Δ. 21. 183. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυέλικτον· πολύκυκλον». ― Ἐπίρρ. πολυελίκτως, Γερμ. Μετοχ. ἐν Σαθ. Μεσ. βιβλ. τ. ... σ. 122.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui s’enroule plusieurs fois;
2 fig. très varié.
Étymologie: πολύς, ἑλίσσω.
Greek Monolingual
και επικ. τ. πουλυέλικτος, -ον, ΜΑ
(για χορό) αυτός που εκτελείται με πολλές στροφές («πουλυέλικτος χορείη», Νόνν.)
(
Greek Monotonic
πολυέλικτος: -ον, πολύ συσπειρωμένος, πολυέλικτος ἁδονά, ευχαρίστηση, ηδονή του μπερδεμένου και ζαλιστικού χορού, σε Ευρ.