ἡμίσεια: Difference between revisions

From LSJ

Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit

Menander, Monostichoi, 458
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[ήμισυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> θηλ. του επιθ. [[ήμισυς]]].
|mltxt=η<br /><b>βλ.</b> [[ήμισυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> θηλ. του επιθ. [[ήμισυς]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμίσεια:''' ἡ, [[ἡμίσεον]], τό, βλ. [[ἥμισυς]].
}}
}}

Revision as of 19:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίσεια Medium diacritics: ἡμίσεια Low diacritics: ημίσεια Capitals: ΗΜΙΣΕΙΑ
Transliteration A: hēmíseia Transliteration B: hēmiseia Transliteration C: imiseia Beta Code: h(mi/seia

English (LSJ)

ἡ, ἡμίσεον, τό, ἡμίσεος, ἥμισος,

   A v. ἥμισυς.

German (Pape)

[Seite 1170] ἡ, s. ἥμισυς.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, ἴδε ἐν λ. ἥμισυς.

French (Bailly abrégé)

v. ἥμισυς.

Greek Monolingual

η
βλ. ήμισυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του επιθ. ήμισυς].

Greek Monotonic

ἡμίσεια: ἡ, ἡμίσεον, τό, βλ. ἥμισυς.