σιγητέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
(6_20) |
(6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σιγητέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ [[σιγᾷ]] ἢ σιγήσῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1387. | |lstext='''σιγητέον''': ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ [[σιγᾷ]] ἢ σιγήσῃ, Εὐρ. Ἑλ. 1387. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σιγητέον:''' ρημ. επίθ. του [[σιγάω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να σιγήσει ή να σιωπήσει, σε Ευρ. | |||
}} | }} |