κακοεργία: Difference between revisions
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοεργία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κακουργία]]. | |mltxt=[[κακοεργία]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κακουργία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοεργία:''' κᾰκο-εργός, Επικ. αντί <i>κακ-ουργία</i>, <i>-γος</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:16, 30 December 2018
English (LSJ)
κᾰκο-εργός,
A = κακουργία, -γος, v. sub vocc.
German (Pape)
[Seite 1300] ἡ, das Schlechthandeln, die böse That, Ggstz εὐεργεσία, Od. 22, 364. [ι des Verses wegen.]
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοεργία: κακοεργός, Ἐπικ. ἀντὶ κακουργία, κακοῦργος, ἴδε τὰς λέξ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
méchanceté, méfait.
Étymologie: κακοεργός.
Spanish
Greek Monolingual
κακοεργία, ἡ (Α)
βλ. κακουργία.
Greek Monotonic
κᾰκοεργία: κᾰκο-εργός, Επικ. αντί κακ-ουργία, -γος.