μετακλίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_3) |
(5) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μετακλίνομαι''': [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299. | |lstext='''μετακλίνομαι''': [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ [[ἄλλο]] [[μέρος]], πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ [[ὀπίσω]], Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μετακλίνομαι:''' [ῑ], αόρ. αʹ <i>μετ-εκλίνθην</i>, Παθ., μετακινούμαι προς την [[άλλη]] [[παράταξη]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:20, 30 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
μετακλίνομαι: [ῑ], παθ., κλίνομαι πρὸς τὸ ἄλλο μέρος, πολέμοιο μετεκλινθέντος Ἰλ. Λ. 509· μεταβάλλομαι, κλίνομαι πρὸς τὰ ὀπίσω, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 1. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασ., Φίλων 1. 299.
Greek Monotonic
μετακλίνομαι: [ῑ], αόρ. αʹ μετ-εκλίνθην, Παθ., μετακινούμαι προς την άλλη παράταξη, σε Ομήρ. Ιλ.