κῆται: Difference between revisions

From LSJ
(Autenrieth)
(5)
Line 7: Line 7:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=see [[κεῖμαι]].
|auten=see [[κεῖμαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῆται:''' συνηρ. από το [[κέηται]], γʹ ενικ. υποτ. του [[κεῖμαι]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

κῆται: ὑποτακτ. τοῦ κεῖμαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

contr. de κέηται.

English (Autenrieth)

see κεῖμαι.

Greek Monotonic

κῆται: συνηρ. από το κέηται, γʹ ενικ. υποτ. του κεῖμαι.