Λύκιος: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
(SL_2)
(5)
Line 15: Line 15:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>Λῠκιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Lycian Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (cf. Hor., Od. 3. 4. 61, Patareus [[Apollo]]) (P. 1.39) Λύκιον Σαρπηδόν (P. 3.112) ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (sc. [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.60)
|sltr=<b>Λῠκιος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> Lycian Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (cf. Hor., Od. 3. 4. 61, Patareus [[Apollo]]) (P. 1.39) Λύκιον Σαρπηδόν (P. 3.112) ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (sc. [[Ἀχιλλεύς]]) (N. 3.60)
}}
{{lsm
|lsmtext='''Λύκιος:''' [ῠ], -α, -ον,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κατάγεται από τη [[Λυκία]]· Λύκιοι, <i>οἱ</i>, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. [[Λύκειος]]), σε Πίνδ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Λύκιος Medium diacritics: Λύκιος Low diacritics: Λύκιος Capitals: ΛΥΚΙΟΣ
Transliteration A: Lýkios Transliteration B: Lykios Transliteration C: Lykios Beta Code: *lu/kios

English (LSJ)

[ῠ], α, ον, Lycian: Λύκιοι, οἱ,

   A the Lycians, Il.2.876, etc.:— also Λῠκιακός, ή, όν, Luc.Nav.8; Λῠκιακά, τά, history of Lycia, Ath. 8.333d.    II epith. of Apollo (cf. Λύκειος), Pi.P.1.39, E.Fr.700, D.S.5.56, Paus.2.19.3: expld. ἀπὸ τοῦ λευκαίνεσθαι πάντα φωτίζοντος ἡλίου Antip.Stoic.3.249.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Lycie ; οἱ Λύκιοι les Lyciens.

English (Slater)

Λῠκιος
   1 Lycian Λύκιε καὶ Δάλοἰ ἀνάσσων Φοῖβε (cf. Hor., Od. 3. 4. 61, Patareus Apollo) (P. 1.39) Λύκιον Σαρπηδόν (P. 3.112) ἀλαλὰν Λυκίων τε προσμένοι καὶ Φρυγῶν Δαρδάνων τε (sc. Ἀχιλλεύς) (N. 3.60)

Greek Monotonic

Λύκιος: [ῠ], -α, -ον,
I. αυτός που κατάγεται από τη Λυκία· Λύκιοι, οἱ, κάτοικοι της Λυκίας, σε Ομήρ. Ιλ., κ.λπ.
II. επίθ. του Απόλλωνα (πρβλ. Λύκειος), σε Πίνδ., Ευρ.