μνημονευτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μνημονευτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μνημονεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μνημονευτά</i><br />όσα [[είναι]] δυνατόν να θυμάται [[κανείς]], τα αντικείμενα μνήμης.
|mltxt=[[μνημονευτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[μνημονεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται [[κανείς]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τά μνημονευτά</i><br />όσα [[είναι]] δυνατόν να θυμάται [[κανείς]], τα αντικείμενα μνήμης.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μνημονευτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 19:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μνημονευτός Medium diacritics: μνημονευτός Low diacritics: μνημονευτός Capitals: ΜΝΗΜΟΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: mnēmoneutós Transliteration B: mnēmoneutos Transliteration C: mnimoneftos Beta Code: mnhmoneuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that can be remembered: τὰ μ. objects of memory, Arist.Rh.1367a24, 1370b1, Mem.449b9,450a24.

German (Pape)

[Seite 194] dessen man sich erinnert, erwähnt, Arist. rhet. 1, 9 memor. 1.

Greek (Liddell-Scott)

μνημονευτός: -ή, -όν, ὃ δύναται ἢ ὃν πρέπει νὰ μνημονεύῃ τις, νὰ ἐνθυμῆται, Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 25 καὶ 11, 8, π. Μνήμ. 1, 2 καὶ 2.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
dont on se souvient.
Étymologie: μνημονεύω.

Greek Monolingual

μνημονευτός, -ή, -όν (Α)
μνημονεύω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να μνημονεύει ή να θυμάται κανείς
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά μνημονευτά
όσα είναι δυνατόν να θυμάται κανείς, τα αντικείμενα μνήμης.

Greek Monotonic

μνημονευτός: -ή, -όν, αυτός που είναι δυνατόν ή πρέπει να τον θυμόμαστε, σε Αριστ.