Πινδόθεν: Difference between revisions
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />du Pinde.<br />'''Étymologie:''' Πίνδος, -θεν. | |btext=<i>adv.</i><br />du Pinde.<br />'''Étymologie:''' Πίνδος, -θεν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Πινδόθεν:''' επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv.
A from Mount Pindus, Pi.P.1.66.
Greek (Liddell-Scott)
Πινδόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ ὄρους Πίνδου, Πινδ. Π. 1. 126.
French (Bailly abrégé)
adv.
du Pinde.
Étymologie: Πίνδος, -θεν.
Greek Monotonic
Πινδόθεν: επίρρ., αυτός που έρχεται από το όρος Πίνδος, σε Πίνδ.