κυκνόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

πάλαι ποτ' ἦσαν ἄλκιμοι Μιλήσιοι → the Milesians were mighty once

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυκνόπτερος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της Ελένης, [[επειδή]] γεννήθηκε από τη [[Λήδα]] και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον [[ὄμμα]] κυκνόπτερον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπιδό</i>-<i>πτερος</i>, [[ορθό]]-<i>πτερος</i>].
|mltxt=[[κυκνόπτερος]], -ον (Α)<br />(επίθ. της Ελένης, [[επειδή]] γεννήθηκε από τη [[Λήδα]] και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον [[ὄμμα]] κυκνόπτερον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λεπιδό</i>-<i>πτερος</i>, [[ορθό]]-<i>πτερος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυκνόπτερος:''' -ον ([[πτερόν]]), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κυκνόπτερος Medium diacritics: κυκνόπτερος Low diacritics: κυκνόπτερος Capitals: ΚΥΚΝΟΠΤΕΡΟΣ
Transliteration A: kyknópteros Transliteration B: kyknopteros Transliteration C: kyknopteros Beta Code: kukno/pteros

English (LSJ)

ον,

   A swan-plumed, of Helen in reference to Leda and the swan, E.Or.1386 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

κυκνόπτερος: -ον, μυθολογικὸν ἐπίθ. τῆς Ἑλένης, ὡς γεννηθείσης ἐκ τῆς Λήδας καὶ τοῦ κύκνου, ἡ ἔχουσα κύκνου πτερά, Εὐρ. Ὀρ. 1385.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux ailes de cygne.
Étymologie: κύκνος, πτερόν.

Greek Monolingual

κυκνόπτερος, -ον (Α)
(επίθ. της Ελένης, επειδή γεννήθηκε από τη Λήδα και τον Δία, μεταμορφωμένο σε κύκνο) αυτή που έχει φτερά κύκνου («ὀρνιθόγονον ὄμμα κυκνόπτερον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λεπιδό-πτερος, ορθό-πτερος].

Greek Monotonic

κυκνόπτερος: -ον (πτερόν), με φτερά, πούπουλα κύκνου, σε Ευρ.