νεφελωτός: Difference between revisions
From LSJ
Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεφελωτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[γεμάτος]] με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]], μέσω αμάρτ. αρχ. <i>νεφελώ</i>]. | |mltxt=[[νεφελωτός]], -ή, -όν (Α)<br />[[γεμάτος]] με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεφέλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]], μέσω αμάρτ. αρχ. <i>νεφελώ</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεφελωτός:''' -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το <i>νεφελόω</i> = [[σχηματίζω]] σύννεφα), [[συννεφιασμένος]], [[γεμάτος]] σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A clouded: made of clouds, Luc.VH1.19.
Greek (Liddell-Scott)
νεφελωτός: -ή, -όν, πλήρης νεφελῶν, ἐκ νεφελῶν πεποιημένος, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de nuages.
Étymologie: νεφέλη.
Greek Monolingual
νεφελωτός, -ή, -όν (Α)
γεμάτος με σύννεφα ή κατασκευασμένος από σύννεφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + κατάλ. -ωτός, μέσω αμάρτ. αρχ. νεφελώ].
Greek Monotonic
νεφελωτός: -ή, -όν (όπως αν προερχόταν από το νεφελόω = σχηματίζω σύννεφα), συννεφιασμένος, γεμάτος σύννεφα, δημιουργημένος από σύννεφα, σε Λουκ.