λεκάνιον: Difference between revisions
From LSJ
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
(22) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λεκάνιον]], τὸ (Α) [[λεκάνη]]<br />μικρή πήλινη [[λεκάνη]]. | |mltxt=[[λεκάνιον]], τὸ (Α) [[λεκάνη]]<br />μικρή πήλινη [[λεκάνη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λεκάνιον:''' τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:44, 30 December 2018
English (LSJ)
τό, Ar.Ach.1110, Polyzel.4, Orib. Fr.88, v.l. in X.Cyr.1.3.4:
German (Pape)
[Seite 27] τό, dim. zu λεκάνη, Ar. Ach. 1110; Xen. Cyr. 1, 3, 4, Teller.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit bassin, cuvette.
Étymologie: λεκάνη.
Greek Monolingual
λεκάνιον, τὸ (Α) λεκάνη
μικρή πήλινη λεκάνη.
Greek Monotonic
λεκάνιον: τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν.