φιλοικοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(45)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκοδόμος]].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[οἰκοδόμος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλοικοδόμος:''' -ον, αυτός που αγαπά την [[οικοδόμηση]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοικοδόμος Medium diacritics: φιλοικοδόμος Low diacritics: φιλοικοδόμος Capitals: ΦΙΛΟΙΚΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: philoikodómos Transliteration B: philoikodomos Transliteration C: filoikodomos Beta Code: filoikodo/mos

English (LSJ)

ον,

   A fond of building, X.Oec.20.29, Arist.EN 1175a34.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοικοδόμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ οἰκοδομῇ, Ξεν. Οἰκ. 20. 29, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 10. 5, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à bâtir des maisons.
Étymologie: φίλος, οἰκοδομέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που του αρέσει να χτίζει οικοδομήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + οἰκοδόμος.

Greek Monotonic

φῐλοικοδόμος: -ον, αυτός που αγαπά την οικοδόμηση, σε Ξεν.