κατακρέμαμαι: Difference between revisions

5
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακρέμαμαι]] (Α)<br />[[κρέμομαι]] από κάποιο [[μέρος]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]] («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[κατακρέμαμαι]] (Α)<br />[[κρέμομαι]] από κάποιο [[μέρος]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]] («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακρέμᾰμαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
}}