κατακρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακρέμαμαι]] (Α)<br />[[κρέμομαι]] από κάποιο [[μέρος]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]] («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», <b>Ηρόδ.</b>).
|mltxt=[[κατακρέμαμαι]] (Α)<br />[[κρέμομαι]] από κάποιο [[μέρος]] [[προς]] τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]] («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», <b>Ηρόδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακρέμᾰμαι:''' Παθ., κρεμιέμαι προς τα [[κάτω]], [[αιωρούμαι]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρέμᾰμαι Medium diacritics: κατακρέμαμαι Low diacritics: κατακρέμαμαι Capitals: ΚΑΤΑΚΡΕΜΑΜΑΙ
Transliteration A: katakrémamai Transliteration B: katakremamai Transliteration C: katakremamai Beta Code: katakre/mamai

English (LSJ)

Pass.,

   A hang down, be suspended, Hdt.4.72, Cratin. 164; τινος from a thing, Plu.2.672a.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρέμᾰμαι: Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι Πολυδ. Ε΄, 98.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
être suspendu à, gén..
Étymologie: κατά, κρέμαμαι.

Greek Monolingual

κατακρέμαμαι (Α)
κρέμομαι από κάποιο μέρος προς τα κάτω, αιωρούμαι («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

κατακρέμᾰμαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, αιωρούμαι, σε Ηρόδ.