Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημόθετος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(37)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πάνω]] του τοποθετημένο ή προσκολλημένο [[σημάδι]].
|mltxt=και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α<br />αυτός που έχει [[πάνω]] του τοποθετημένο ή προσκολλημένο [[σημάδι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σημόθετος:''' -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα [[σημάδι]], [[σημαδεμένος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 19:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημόθετος Medium diacritics: σημόθετος Low diacritics: σημόθετος Capitals: ΣΗΜΟΘΕΤΟΣ
Transliteration A: sēmóthetos Transliteration B: sēmothetos Transliteration C: simothetos Beta Code: shmo/qetos

English (LSJ)

ον, poet. σᾱμο-,

   A placed as a mark, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 875] mit einem Zeichen versehen, bezeichnet, πορεία, Phani. 3 (VI, 295).

Greek (Liddell-Scott)

σημόθετος: -ον, ὁ ἔχων σημεῖον ἐπιτεθειμένον ἢ προσκεκολλημένον, «σημαδευμένος», Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. σαμόθετος, -ον, Α
αυτός που έχει πάνω του τοποθετημένο ή προσκολλημένο σημάδι.

Greek Monotonic

σημόθετος: -ον, αυτός πάνω στον οποίο έχει τεθεί ή κολληθεί ένα σημάδι, σημαδεμένος, σε Ανθ.