οἰνοποτάζω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(28)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνοποτάζω]] (Α) [[οινοπότης]]<br />(ποιητ. παλαιότ. τ. του <i>οἰνοποτῶ</i>) [[πίνω]] [[κρασί]].
|mltxt=[[οἰνοποτάζω]] (Α) [[οινοπότης]]<br />(ποιητ. παλαιότ. τ. του <i>οἰνοποτῶ</i>) [[πίνω]] [[κρασί]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''οἰνοποτάζω:''' ([[ποτόν]]), μόνο στον ενεστ., [[πίνω]] [[κρασί]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 20:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοποτάζω Medium diacritics: οἰνοποτάζω Low diacritics: οινοποτάζω Capitals: ΟΙΝΟΠΟΤΑΖΩ
Transliteration A: oinopotázō Transliteration B: oinopotazō Transliteration C: oinopotazo Beta Code: oi)nopota/zw

English (LSJ)

   A drink wine, Il.20.84, Od.6.309, 20.262, Anacr.94.1, Phoc.11.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοποτάζω: πίνω οἶνον, Ἰλ. Υ. 84, Ὀδ. Ζ. 309, Υ. 262, Ἀνακρ. 94, Φωκυλ. 11· - οὕτως, οἰνοποτέω, Ἀθήν. 460C, Ἑβδ. (Παροιμ. ΛΑ΄, 4).

French (Bailly abrégé)

boire du vin.
Étymologie: οἰνοπότης.

English (Autenrieth)

quaff wine.

Greek Monolingual

οἰνοποτάζω (Α) οινοπότης
(ποιητ. παλαιότ. τ. του οἰνοποτῶ) πίνω κρασί.

Greek Monotonic

οἰνοποτάζω: (ποτόν), μόνο στον ενεστ., πίνω κρασί, σε Όμηρ.