περιπεταστός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
(32)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπετάννυμι]]<br /><b>1.</b> απλωμένος [[γύρω]] [[γύρω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιπεταστὸν [[φίλημα]]» — [[φίλημα]] με ανοιχτά τα χείλη, [[φίλημα]] περιπαθές, λάγνο.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[περιπετάννυμι]]<br /><b>1.</b> απλωμένος [[γύρω]] [[γύρω]] σε [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «περιπεταστὸν [[φίλημα]]» — [[φίλημα]] με ανοιχτά τα χείλη, [[φίλημα]] περιπαθές, λάγνο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''περιπεταστός:''' -ή, -όν, απλωμένος [[τριγύρω]] ή από πάνω, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπεταστός Medium diacritics: περιπεταστός Low diacritics: περιπεταστός Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: peripetastós Transliteration B: peripetastos Transliteration C: peripetastos Beta Code: peripetasto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A spread round or over, π. φίλημα lewd kiss, Ar.Ach.1201.

German (Pape)

[Seite 586] ringsum, darüber ausgebreitet, hingebreitet, φίλημα, ein wollüstiger Kuß mit weitgeöffneten Lippen, Ar. Ach. 1163.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεταστός: -ή, -όν, ἐφαπλούμενος ὁλόγυρα, π. φίλημα, ἀκόλαστον φίλημα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1021· πρβλ. χαυνόω.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui se déploie autour.
Étymologie: περιπετάννυμι.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιπετάννυμι
1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι
2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» — φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο.

Greek Monotonic

περιπεταστός: -ή, -όν, απλωμένος τριγύρω ή από πάνω, σε Αριστοφ.