παραψύχω: Difference between revisions
From LSJ
Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir
(31) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br />[[παρηγορώ]], [[κατευνάζω]] τη [[θλίψη]] ή τον πόνο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψύχω]] [[σιγά]] [[σιγά]], [[δροσίζω]]. | |mltxt=ΜΑ<br />[[παρηγορώ]], [[κατευνάζω]] τη [[θλίψη]] ή τον πόνο<br /><b>αρχ.</b><br />[[ψύχω]] [[σιγά]] [[σιγά]], [[δροσίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραψύχω:''' [ῡ], [[ψύχω]] [[ελαφρά]]· μεταφ., [[παρηγορώ]], καταπραΰνω, σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ],
A cool, v.l. in Placit.5.25.1 (Pass.). 2 metaph., console, soothe, ἐπέεσσιν Theoc. 13.54 (Med.), cf. Call.Cer.46.
Greek (Liddell-Scott)
παραψύχω: [ῡ], ψύχω ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον, Πλούτ. 2. 909F. 2) μεταφορ., παραμυθοῦμαι, παρηγορῶ, πραΰνω, Θεόκρ. 13. 54· πρβλ. παραψυχὰς φροντίδων, Τιμοκλ. ἐν «Διονυσιαζούσαις» 4, καὶ ἴδε παραψήχω.
French (Bailly abrégé)
rafraîchir;
Moy. παραψύχομαι fig. adoucir, consoler.
Étymologie: παρά, ψύχω.
Greek Monolingual
ΜΑ
παρηγορώ, κατευνάζω τη θλίψη ή τον πόνο
αρχ.
ψύχω σιγά σιγά, δροσίζω.
Greek Monotonic
παραψύχω: [ῡ], ψύχω ελαφρά· μεταφ., παρηγορώ, καταπραΰνω, σε Θεόκρ.