ἐφεδρήσσω: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐφεδρήσσω]] (ΑΜ) [[εφέδρα]]<br />(ποιητ. τ. του [[ἐφεδράζω]]) <b>μσν.</b> [[ηρεμώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[παρακάθημαι]].
|mltxt=[[ἐφεδρήσσω]] (ΑΜ) [[εφέδρα]]<br />(ποιητ. τ. του [[ἐφεδράζω]]) <b>μσν.</b> [[ηρεμώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κάθομαι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», <b>Νόνν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κοντά]] σε [[κάτι]], [[παρακάθημαι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐφεδρήσσω:''' ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι [[επάνω]], <i>τινί</i>, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφεδρήσσω Medium diacritics: ἐφεδρήσσω Low diacritics: εφεδρήσσω Capitals: ΕΦΕΔΡΗΣΣΩ
Transliteration A: ephedrḗssō Transliteration B: ephedrēssō Transliteration C: efedrisso Beta Code: e)fedrh/ssw

English (LSJ)

poet. for ἐφεδράζω,

   A sit upon, ἕδρης Coluth.256; ἅρμασι Nonn. D.20.36.    2 sit by, τινι AP7.161 (Antip. Sid.): abs., Coluth. 69:—also ἐφεδρ-ιάω, Id.15.

German (Pape)

[Seite 1113] p. = ἐφεδράζω, darauf sitzen, Nonn. D. 11, 148 u. öfter; Coluth. 68. 256. Vgl. auch ἐφεδράω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφεδρήσσω: ποιητ. ἀντὶ ἐφεδράζω, ἐπικάθημαι, ἕδρης Κόλουθ. 252· ἅρμασι Νόνν. Δ. 20. 36. 2) παρακάθημαι, τινι Ἀνθ. Π. 7. 161, Κόλουθ. 68. - Ἀντίγραφά τινα ἔχουσιν ἐφεδρήσω, ὅπερ ἐλαμβάνετο ὡς ἀόρ. ἐνεστῶτός τινος ἐφεδράω.

French (Bailly abrégé)

1 être assis ou posé sur, s’asseoir ou se poser sur, gén. ou dat.;
2 s’asseoir ou se poser auprès de, τινι.
Étymologie: ἐφέδρα.

Greek Monolingual

ἐφεδρήσσω (ΑΜ) εφέδρα
(ποιητ. τ. του ἐφεδράζω) μσν. ηρεμώ πάνω σε κάτι
αρχ.
1. κάθομαι πάνω σε κάτι («ἅρμασι μιμηλοῑσιν ἐφεδρήσσουσα λεόντων», Νόνν.)
2. κάθομαι κοντά σε κάτι, παρακάθημαι.

Greek Monotonic

ἐφεδρήσσω: ποιητ. αντί προηγ., επικάθομαι, στηρίζομαι επάνω, τινί, σε Ανθ.