συνεπικρύπτω: Difference between revisions
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
(39) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α [[ἐπικρύπτω]]<br />[[επικαλύπτω]] συγχρόνως ή [[μαζί]]. | |mltxt=Α [[ἐπικρύπτω]]<br />[[επικαλύπτω]] συγχρόνως ή [[μαζί]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνεπικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[συμβάλλω]] στην [[απόκρυψη]], [[κρύβω]], [[συγκαλύπτω]] από κοινού, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A help to conceal, Id.Alc.28, Tim.10:—Med., Iamb.VP34.245.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπικρύπτω: ἀπὸ κοινοῦ ἐπικρύπτω, ὁμοῦ ἀποκρύπτω, Πλούτ. Ἀλκιβ. 28, Τιμολ. 10, Νικίου καὶ Κράσσ. Σύγκρ. 1.
French (Bailly abrégé)
cacher ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐπικρύπτω.
Greek Monolingual
Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.
Greek Monolingual
Α ἐπικρύπτω
επικαλύπτω συγχρόνως ή μαζί.
Greek Monotonic
συνεπικρύπτω: μέλ. -ψω, συμβάλλω στην απόκρυψη, κρύβω, συγκαλύπτω από κοινού, σε Πλούτ.