νεώρης: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
(27) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεώρης]], -ες (Α)<br />[[νέος]], [[πρόσφατος]], [[καινούργιος]] («νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον» — πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο κομμένο βόστρυχο, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[εγείρω]]»). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει]. | |mltxt=[[νεώρης]], -ες (Α)<br />[[νέος]], [[πρόσφατος]], [[καινούργιος]] («νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον» — πρόσφατα, [[πριν]] από λίγο κομμένο βόστρυχο, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώρης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄρνυμι]] «[[κινώ]], [[εγείρω]]»). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] εν συνθέσει]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεώρης:''' -ες ([[ὄρνυμι]]), [[νέος]], [[ακμαίος]], [[πρόσφατος]], Λατ. [[recens]]· νεώρη [[βόστρυχον]] τετμημένον, φρεσκοκομμένη [[μπούκλα]] μαλλιών, σε Σοφ.· [[φόβος]] [[νεώρης]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ες (on the accent v. Hdn.Gr.1.72), (ὄρνυμι)
A new, fresh, νεώρη βόστρυχον τετμημένον a lock of hair just cut off, S.El.901; εἰληφότας φόβον νεώρη Id.OC730; ν. ψόφος Id.Ichn.154; ἄλλο νεῶρες πῆμα Philet.1.
Greek (Liddell-Scott)
νεώρης: -ες, οὐχὶ νεωρής, ές, Ἀρκάδ. 117. 18, Θεογνώστ. Κανόν. 45. 32· (ὥρα)· ― νέος, πρόσφατος, νεώρη βόστρυχον τετμημένον, πρὸ μικροῦ ἀποκοπέντα, Σοφ. Ἠλ. 901· εἰληφότας φόβον νεωρη ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 730· ἄλλο νεῶρες πῆμα Φιλητ. παρὰ Στοβ. 558. 36.
Greek Monolingual
νεώρης, -ες (Α)
νέος, πρόσφατος, καινούργιος («νεώρη βόστρυχον τετμημένον» — πρόσφατα, πριν από λίγο κομμένο βόστρυχο, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ώρης (< ὄρνυμι «κινώ, εγείρω»). Το -ω- του τ. οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει].
Greek Monotonic
νεώρης: -ες (ὄρνυμι), νέος, ακμαίος, πρόσφατος, Λατ. recens· νεώρη βόστρυχον τετμημένον, φρεσκοκομμένη μπούκλα μαλλιών, σε Σοφ.· φόβος νεώρης, στον ίδ.