κραιπνοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
(21) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κραιπνοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | |mltxt=[[κραιπνοφόρος]], -ον (Α)<br />αυτός που μεταφέρει [[κάτι]] [[γρήγορα]] («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κραιπνός]] «[[ταχύς]], [[ορμητικός]]» <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κραιπνοφόρος:''' -ον ([[φέρω]]), αυτός που μεταφέρει [[γρήγορα]], <i>αὖραι</i>, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:16, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A swift-bearing, αὖραι ib.132 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
κραιπνοφόρος: -ον, ταχέως φέρων, αὖραι Αἰσχύλ. Πρ. 132.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui transporte ou conduit rapidement.
Étymologie: κραιπνός, φέρω.
Greek Monolingual
κραιπνοφόρος, -ον (Α)
αυτός που μεταφέρει κάτι γρήγορα («κραιπνοφόροι δὲ μ' ἔπεμψαν αὖραι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραιπνός «ταχύς, ορμητικός» + -φόρος (< φόρος < φέρω)].
Greek Monotonic
κραιπνοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει γρήγορα, αὖραι, σε Αισχύλ.