πάνθυτος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εορτάζεται με [[κάθε]] είδους θυσίες, ο [[σεβαστός]] από όλους («θεῶν δ' αὖ πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσ'«, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>θυτος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που εορτάζεται με [[κάθε]] είδους θυσίες, ο [[σεβαστός]] από όλους («θεῶν δ' αὖ πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσ'«, <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>θυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>θύω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>θυτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πάνθῠτος:''' -ον ([[θύω]]), εορταζόμενος με όλα τα είδη των θυσιών, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 20:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνθῠτος Medium diacritics: πάνθυτος Low diacritics: πάνθυτος Capitals: ΠΑΝΘΥΤΟΣ
Transliteration A: pánthytos Transliteration B: panthytos Transliteration C: panthytos Beta Code: pa/nqutos

English (LSJ)

ον,

   A celebrated with full sacrifices, θεῶν θέσμια S.Aj.712 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 460] allverehrt, mit allen Opfern gefeiert, Soph. Ai. 711, Schol. πάνσεπτος.

Greek (Liddell-Scott)

πάνθῠτος: -ον, ὁ ἑορταζόμενος διὰ παντὸς εἴδους θυσιῶν, θεῶν θέσμια Σοφ. Αἴ. 712.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on célèbre par des sacrifices de toute sorte, tout auguste.
Étymologie: πᾶν, θύω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που εορτάζεται με κάθε είδους θυσίες, ο σεβαστός από όλους («θεῶν δ' αὖ πάνθυτα θέσμι' ἐξήνυσ'«, Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -θυτος (< θύω), πρβλ. πολύ-θυτος].

Greek Monotonic

πάνθῠτος: -ον (θύω), εορταζόμενος με όλα τα είδη των θυσιών, σε Σοφ.