παναληθής: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παναληθής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[πραγματικός]] («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναληθῶς</i> (Α)<br />αληθέστατα, [[ολωσδιόλου]] αληθινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀληθής]]. | |mltxt=[[παναληθής]], -ές (ΑΜ)<br /><b>1.</b> αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα [[αληθινός]]<br /><b>2.</b> [[πραγματικός]] («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναληθῶς</i> (Α)<br />αληθέστατα, [[ολωσδιόλου]] αληθινά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀληθής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰνᾰληθής:''' -ές,<br /><b class="num">1.</b> όλος [[αληθινός]], εντελώς [[αληθινός]], λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A all true, π. κακόμαντις Ἐρινύς A.Th.722 (lyr.). Adv. -θῶς Id.Supp.86 (lyr.). 2 of things, absolutely true or real, ἡδονή Pl.R.583b, cf. Iamb.Protr.4 (Sup.).
German (Pape)
[Seite 456] ές, ganz wahr, wahrhaft; Aesch. Spt. 724; Plat. Rep. IX, 583 b; – adv., Aesch. Suppl. 85 u. in sp. Prosa.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνᾰληθής: -ές, ὅλως ἀληθής, π. κακόμαντις, ὁ ἐντελῶς ἀληθεύων μάντις κακῶν, Αἰσχύλου Θήβ. 724· - Ἐπίρρ. -θῶς, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 85. 2) ἐπὶ πραγμάτων παντελῶς ἀληθής, ἡδονὴ Πλάτ. Πολ. 583Β.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
tout à fait véridique.
Étymologie: πᾶν, ἀληθής.
Greek Monolingual
παναληθής, -ές (ΑΜ)
1. αυτός που αληθεύει καθ' όλα, που αποδεικνύεται σε όλα αληθινός
2. πραγματικός («παναληθεῑ κλήσει τὸν σεπτὸν τόκον σου σέβοντες», Μηναί.).
επίρρ...
παναληθῶς (Α)
αληθέστατα, ολωσδιόλου αληθινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀληθής.
Greek Monotonic
πᾰνᾰληθής: -ές,
1. όλος αληθινός, εντελώς αληθινός, λέγεται για άνθρωπο, σε Αισχύλ.
2. λέγεται για πράγματα, απόλυτα αληθινό ή πραγματικό, σε Πλάτ.