ἀνθρώπιον: Difference between revisions
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
(4) |
(3) |
||
Line 13: | Line 13: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀνθρώπιον]], το (Α)<br />[[ανθρωπάκι]], [[τιποτένιος]] [[άνθρωπος]], [[αχρείος]]. | |mltxt=[[ἀνθρώπιον]], το (Α)<br />[[ανθρωπάκι]], [[τιποτένιος]] [[άνθρωπος]], [[αχρείος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀνθρώπιον:''' τό, υποκορ. του [[ἄνθρωπος]], [[ανθρωπάριο]], Λατ. [[homuncio]], σε Ευρ., Ξεν.· [[ελεεινός]] [[άνθρωπος]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 30 December 2018
German (Pape)
[Seite 234] τό, dim. von ἄνθρωπος, Menschlein, meist im verächtlichen Sinne, Eur. Cycl. 184; Xen. τὰ πονηρὰ ἀνθρ. Mem. 2, 3, 16; Dam. lg, 242; Luc. Nigr. 13; μικρόν Anaxandr. Ath. VI, 242 d (v. 3).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρώπιον: τὸ = τῷ ἑπομ., Εὐρ. Κύκλ. 185, Ξεν. Ἀπομν. 2.3, 15· ἀνθρωπάριον, πρόστυχος, ὁ αὐτ. Κύρ. 5.1, 14, πρβλ. Ἀπομ. 2.3, 16, Δημ. 307. 23· ἐλεεινὸς ἄνθρωπος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 263.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit homme.
Étymologie: dim. de ἄνθρωπος.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 dim. hombrecillo E.Cyc.185, Anaxandr.34
•c. sent. despect. ὦ πόνηρ' ἀνθρώπια Ar.Pax 263, cf. X.Mem.2.3.16, Cyr.5.1.14, D.18.242, Luc.Icar.29, M.Ant.9.29, Philostr.VS 587.
2 esclavo, PLond.406.6 (IV d.C.).
Greek Monolingual
ἀνθρώπιον, το (Α)
ανθρωπάκι, τιποτένιος άνθρωπος, αχρείος.
Greek Monotonic
ἀνθρώπιον: τό, υποκορ. του ἄνθρωπος, ανθρωπάριο, Λατ. homuncio, σε Ευρ., Ξεν.· ελεεινός άνθρωπος, σε Ξεν.