ἀντεξέρχομαι: Difference between revisions
From LSJ
Πάντως γὰρ ὁ σοφὸς εὐτελείας ἀνέχεται → Vel vilitatem, sapiens qui sit, sustinet → Auf jeden Fall erträgt der Weise Einfachheit
(4) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντεξέρχομαι]] (Α)<br />[[εξέρχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου που βαδίζει [[εναντίον]] μου. | |mltxt=[[ἀντεξέρχομαι]] (Α)<br />[[εξέρχομαι]] [[εναντίον]] κάποιου που βαδίζει [[εναντίον]] μου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντεξέρχομαι:''' = [[ἀντέξειμι]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ἀντέξειμι, X.HG7.2.12, Cyr.6.3.13.
German (Pape)
[Seite 246] (s. ἔρχομαι), = ἀντέξειμι, Xen. Hell. 7, 2, 12 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξέρχομαι: ἀντέξειμι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 12, κτλ.
French (Bailly abrégé)
marcher contre.
Étymologie: ἀντί, ἐξέρχομαι.
Spanish (DGE)
salir contra abs. ἀντεξελθόντες οἵ τε ἱππεῖς ... ἐμάχοντο X.HG 7.2.12, cf. X.Cyr.6.3.13.
Greek Monolingual
ἀντεξέρχομαι (Α)
εξέρχομαι εναντίον κάποιου που βαδίζει εναντίον μου.
Greek Monotonic
ἀντεξέρχομαι: = ἀντέξειμι, σε Ξεν.