μελανέω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death

Source
(6_12)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελανέω''': ἴδε ἐν λ. [[μελάνω]].
|lstext='''μελανέω''': ἴδε ἐν λ. [[μελάνω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελανέω:''' = [[μελάνω]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελανέω Medium diacritics: μελανέω Low diacritics: μελανέω Capitals: ΜΕΛΑΝΕΩ
Transliteration A: melanéō Transliteration B: melaneō Transliteration C: melaneo Beta Code: melane/w

English (LSJ)

   A v. μελάνω.

German (Pape)

[Seite 119] schwarz werden, sich schwärzen, so erkl. Einige Il. 7, 63, οἵη δὲ Ζεφύροιο ἐχεύατο πόντον ἔπι φρὶξ ὀρνυμένοιο νέον· μελάνει δέ τε πόντος ὑπ' αὐτῆς, als imperf., das Meer schwärzte sich; Aristarchs Ansicht bei Schol. Aristonic.: ἡ διπλῆ, ὅτι ἐὰν μὲν γράφηται πόντος ὑπ' αὐτοῦ, ἔσται μελαίνεται ὁ πόντος ὑπὸ τοῦ Ζεφύρου· ἐὰν δὲ πόντον ὑπ' αὐτῇ, ἔσται μελαίνει δὲ πόντον ὁ Ζέφυρος ὑπὸ τῇ φρίκῃ. Sicherer ist An. Rh. 4, 1574, βένθος ἀκίνητον μελανεῖ, u. Callimach. ep. 8 (XII, 230), τὸν τὸ καλὸν μελανεῦντα; vgl. Philod. 10 (V, 121), μίκκη καὶ μελανεῦσα Φιλαίνιον; Arat. 836 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μελανέω: ἴδε ἐν λ. μελάνω.

Greek Monotonic

μελανέω: = μελάνω, σε Ανθ.