θευμορία: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
(17)
(4)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θευμορία]], ἡ (Α) [[θεύμορος]]<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>θεομορία</i>.
|mltxt=[[θευμορία]], ἡ (Α) [[θεύμορος]]<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>θεομορία</i>.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θευμορία:''' [[θεύμορος]], Δωρ. αντί [[θεομορία]], [[θεόμορος]].
}}
}}

Revision as of 20:36, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1204] ἡ, dor. = θεομορία, göttliches Verhängniß, Fügung; Callim. 3 (XII, 71); Antp. Sid. 64 (VII, 367). – Adj., νοῦσος, von Gott verhängt, gesendet, Ap. Rh. 3, 676, ἄτη 974. Davon θευμοριάζω, nach Hesych. θεῷ γέρας ἀναφέρειν.

Greek (Liddell-Scott)

θευμορία: θεύμορος, Δωρ. ἀντὶ θεομορία, θεόμορος. Καθόλου, οἱ Δωριεῖς ἠγάπων νὰ μεταβάλλωσι τὸ ἀρκτικὸν θεο- εἰς θευ-, ἰδίως εἰς κύρια ὀνόματα, οἷον Θεῦγνις, Θεύδοτος, Θεύπομπος, ἀντὶ Θέογνις, κτλ.˙ μεταγεν. Ἐπικ. καὶ Ἐπιγραμμ. ποιηταὶ παρεδέξαντο τοὺς Δωρ. τούτους τύπους˙ ὁ Καλλ. μάλιστα ἔχει καὶ θεῦς ἀντὶ θεός, εἰς Ὕμν. εἰς Δήμ. 58. Οἱ Ἀττ. συνῄρουν εἰς θου-, ὡς Θουκυδίδης, Θουκλῆς, ἀντὶ Θεοκυδίδης, Θεοκλῆς, Maitt. π. Διαλ. σ. 16, 217 Sturz, Böckh Συλλ. Ἐπιγρ. 1. σ. 353.

Greek Monolingual

θευμορία, ἡ (Α) θεύμορος
(δωρ. τ.) βλ. θεομορία.

Greek Monotonic

θευμορία: θεύμορος, Δωρ. αντί θεομορία, θεόμορος.