ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life
θεομορία: Ιων. θευμορίη, ἡ, τύχη, μοίρα, σε Ανθ. Π.
destiny, Anth. [from θεόμορος