ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
θεομορία: Ιων. θευμορίη, ἡ, τύχη, μοίρα, σε Ανθ. Π.
destiny, Anth. [from θεόμορος