θεομορία

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source

Greek Monotonic

θεομορία: Ιων. θευμορίη, ἡ, τύχη, μοίρα, σε Ανθ. Π.

Middle Liddell

destiny, Anth. [from θεόμορος