Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

Τροιζήν: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
(Autenrieth)
(6)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ῆνος: [[Troezen]], a [[town]] in [[Argolis]], [[near]] the [[shore]] of the [[Saronic]] [[gulf]], Il. 2.561†.
|auten=ῆνος: [[Troezen]], a [[town]] in [[Argolis]], [[near]] the [[shore]] of the [[Saronic]] [[gulf]], Il. 2.561†.
}}
{{lsm
|lsmtext='''Τροιζήν:''' -ῆνος, ἡ, πόλη στην Αργολίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. [[Τροιζήνιος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, σε Ευρ.· θηλ. [[Τροιζηνίς]], <i>-[[ίδος]]</i>, σε Θουκ.· <i>οἱ Τροιζήνιοι</i>, οι κάτοικοι της Τροιζήνας, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 20:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Τροιζήν Medium diacritics: Τροιζήν Low diacritics: Τροιζήν Capitals: ΤΡΟΙΖΗΝ
Transliteration A: Troizḗn Transliteration B: Troizēn Transliteration C: Troizin Beta Code: *troizh/n

English (LSJ)

ῆνος, ἡ, Troezen in Argolis, Il.2.561, Hdt.8.41, etc.:—Adj. Τροιζήνιος, α, ον, E.Hipp.12, etc.; fem. Τροιζηνίς, ίδος

   A, τὴν Τ. γῆν Th.2.56: οἱ Τροιζήνιοι the people, Hdt.7.99. (Usu. Τροζ- in Inscrr. up to ii B. C., as IG22.1673.57, al.; so Dor. Τροζάν ib.42(1).102.219 (Epid., iv B. C.), etc.: Τροιζ- first in Τροιζάνιος ib.4.727A2 (Hermione, iv B. C.), Τροιζήνιος SIG169.29 (Iasus, iv B. C.); rarely Τρυζήν IG4.619 (Argos):—Τροίζηνος, ὁ, father of Euphemos the Ciconian, ll.2.847, cf. Sch.Il.Oxy.1087.24.)

Greek (Liddell-Scott)

Τροιζήν: ῆνος, ἡ, πόλις ἐν Ἀργολίδι, Ἰλ. Β. 561, Ἡρόδ., κλπ. - ἐπίθ. Τροιζήνιος, α, ον, Εὐρ. Ἱππόλ. 12, κλπ.· θηλ. Τροιζηνίς, ίδος, τὴν Τροιζηνίδα γῆν Θουκ. 2. 56· οἱ Τριζήνιοι, οἱ κάτοικοι, Ἡρόδ. 7. 99.

French (Bailly abrégé)

ῆνος (ἡ) :
Trézène, ville d’Argolide.

English (Autenrieth)

ῆνος: Troezen, a town in Argolis, near the shore of the Saronic gulf, Il. 2.561†.

Greek Monotonic

Τροιζήν: -ῆνος, ἡ, πόλη στην Αργολίδα, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Τροιζήνιος, , -ον, σε Ευρ.· θηλ. Τροιζηνίς, -ίδος, σε Θουκ.· οἱ Τροιζήνιοι, οι κάτοικοι της Τροιζήνας, σε Ηρόδ.