ἴσαμι: Difference between revisions
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
(18) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἴσαμι]] (Α)<br />(δωρ. τ. του [[εἴδω]] [[αντί]] [[ἴσημι]])<br />[[γνωρίζω]] («[[μάλα]] τοῡτο γ' [[ἴσαμι]]», <b>Θεόκρ.</b>). | |mltxt=[[ἴσαμι]] (Α)<br />(δωρ. τ. του [[εἴδω]] [[αντί]] [[ἴσημι]])<br />[[γνωρίζω]] («[[μάλα]] τοῡτο γ' [[ἴσαμι]]», <b>Θεόκρ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἴσᾱμι:''' Δωρ. αντί [[ἴσημι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. Εἴδω (B), and add: ἴσᾱμι Theoc.5.119; ἴσαις (2sg.) Id.14.34; ἴσᾱτι Id.15.146; ἴσᾰτε Periand. ap. D.L.1.99; ἴσαντι Theoc. 15.64; inf. γισάμεναι (i.e. ϝισ-) · εἰδέναι, Hsch.; Arc. ἰσάμεν (ισμεν lapis), IG5(2).357.12; 3pl. subj. ἴσαντι Schwyzer 190 (Cretan).
Greek (Liddell-Scott)
ἴσᾱμι: Δωρ. ἀντὶ ἴσημι, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
ἴσαμι (Α)
(δωρ. τ. του εἴδω αντί ἴσημι)
γνωρίζω («μάλα τοῡτο γ' ἴσαμι», Θεόκρ.).
Greek Monotonic
ἴσᾱμι: Δωρ. αντί ἴσημι.