φρενοτέκτων: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>κωμ.</b> (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[τέκτων]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>κωμ.</b> (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το [[μυαλό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i> <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] (<b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-[[τέκτων]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φρενοτέκτων:''' -ον, αυτός που δημιουργεί με το [[μυαλό]], [[ιδιοφυής]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 20:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρενοτέκτων Medium diacritics: φρενοτέκτων Low diacritics: φρενοτέκτων Capitals: ΦΡΕΝΟΤΕΚΤΩΝ
Transliteration A: phrenotéktōn Transliteration B: phrenotektōn Transliteration C: frenotekton Beta Code: frenote/ktwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A building with the mind, ingenious, Ar.Ra.820 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1304] ονος, mit dem Verstande aufbauend, bereitend, Ar. Ran. 820.

Greek (Liddell-Scott)

φρενοτέκτων: -ον, ὁ ἐκ τῆς ἑαυτοῦ φρενὸς τεκταινόμενος καὶ συντιθείς, περὶ τοῦ Αἰσύλου, Ἀριστοφ. Βάτρ. 820.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui construit avec son esprit, ingénieux, inventeur.
Étymologie: φρήν, τέκτων.

Greek Monolingual

-ον, Α
κωμ. (για τον Αισχύλο) αυτός που έχει επινοηθεί από το ίδιο του το μυαλό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + τέκτων (πρβλ. σιδηρο-τέκτων)].

Greek Monotonic

φρενοτέκτων: -ον, αυτός που δημιουργεί με το μυαλό, ιδιοφυής, σε Αριστοφ.