παραχωρητέον: Difference between revisions
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παραχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) [[μετὰ]] γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι [[πρόσωπον]], Στράβ. 177· ἴδε [[παραχωρέω]]. | |lstext='''παραχωρητέον''': ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) [[μετὰ]] γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι [[πρόσωπον]], Στράβ. 177· ἴδε [[παραχωρέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραχωρητέον:''' ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A one must give way, ἐν ὁδοῖς π. τινί X.Lac.9.5. 2 c. gen. et dat., one must give way in a thing to a person, τοῦ ἀκριβοῦς ἄλλοις Str.4.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
παραχωρητέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ κάμῃ τόπον, ἐν ὁδοῖς π. τινὶ Ξεν. Λάκ. 9. 5. 2) μετὰ γεν. καὶ δοτ., πρέπει τις νὰ ὑποχωρήσῃ ἔν τινι πράγματι, εἴς τι πρόσωπον, Στράβ. 177· ἴδε παραχωρέω.
Greek Monotonic
παραχωρητέον: ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να υποχωρήσει, σε Ξεν.