ἀτευχής: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀτευχής]], -ές και [[ἀτεύχητος]], -ον (Α) [[τεύχος]]<br />ο [[άοπλος]]. | |mltxt=[[ἀτευχής]], -ές και [[ἀτεύχητος]], -ον (Α) [[τεύχος]]<br />ο [[άοπλος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀτευχής:''' -ές ([[τεῦχος]]), μη οπλισμένος, [[άοπλος]], σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, <i>-ον</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ές, (τεῦχος)
A unequipped, unarmed, E.Andr.1119, AP9.320 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 385] ές, unbewaffnet, Eur. Andr. 1118.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτευχής: -ές, (τεῦχος) μὴ ὡπλισμένος, ἄοπλος, Εὐρ. Ἀνδρ. 1119, Ἀνθ. Π. 9. 320.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
non équipé, non armé.
Étymologie: ἀ, τεῦχος.
Spanish (DGE)
-ές
inerme ἀτευχῆ παῖδ' Ἀχιλλέως E.Andr.1119, de Afrodita AP 9.320.3 (Leon.), cf. Nonn.D.26.19, 27.120
•fig. desarmado, sin recursos contra una tentación, Serapio Off.Med.17. • DMic.: a-te-u-ke.
Greek Monolingual
ἀτευχής, -ές και ἀτεύχητος, -ον (Α) τεύχος
ο άοπλος.
Greek Monotonic
ἀτευχής: -ές (τεῦχος), μη οπλισμένος, άοπλος, σε Ευρ., Ανθ.· ομοίως, ἀ-τεύχητος, -ον, στον ίδ.