πρωτόμορος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt

Menander, Monostichoi, 253
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που πεθαίνει [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] «[[θάνατος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]])].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που πεθαίνει [[πρώτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πρωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[μόρος]] «[[θάνατος]]» (<span style="color: red;"><</span> [[μείρομαι]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρωτόμορος:''' -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε [[πρώτος]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:01, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτόμορος Medium diacritics: πρωτόμορος Low diacritics: πρωτόμορος Capitals: ΠΡΩΤΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: prōtómoros Transliteration B: prōtomoros Transliteration C: protomoros Beta Code: prwto/moros

English (LSJ)

ον,

   A dying or dead first, A.Pers.568 (sed leg. πρωτόμοιρος metri gr.), dub. in Epigr.Gr.369 (Cotiaeum).

German (Pape)

[Seite 805] zuerst sterbend, Aesch. Pers. 560.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτόμορος: -ον, ὁ ἀποθνήσκων ἢ ἀποθανὼν πρῶτος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 568, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 369.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mort auparavant ou le premier.
Étymologie: πρῶτος, μόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που πεθαίνει πρώτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + μόρος «θάνατος» (< μείρομαι)].

Greek Monotonic

πρωτόμορος: -ον, αυτός που πεθαίνει ή αυτός που πέθανε πρώτος, σε Αισχύλ.