προμνήστρια: Difference between revisions
Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt
(34) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[προξενήτρα]]<br /><b>2.</b> αυτή που προξενεί [[κάτι]], [[ιδίως]] [[κακό]] («ἡ κακῶν [[προμνήστρια]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προμνῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υπομνήσ</i>-<i>τρια</i>)]. | |mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> η [[προξενήτρα]]<br /><b>2.</b> αυτή που προξενεί [[κάτι]], [[ιδίως]] [[κακό]] («ἡ κακῶν [[προμνήστρια]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προμνῶμαι</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τρια</i> (<b>πρβλ.</b> <i>υπομνήσ</i>-<i>τρια</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προμνήστρια:''' ἡ ([[προμνάομαι]]), [[γυναίκα]] που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, [[προξενήτρα]], σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν [[προμνήστρια]], αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A woman who woos or courts for another, matchmaker, Ar.Nu.41, Pl.Tht.149d, Luc.DDeor.20.16: metaph., ἡ κακῶν π. E.Hipp.589; προμνηστρίας is prob. for -ίδας in X.Mem.2.6.36.
German (Pape)
[Seite 735] ἡ, = Folgdm, Ar. Nubb. 41; übtr., τὴν κακῶν προμνήστριαν, Eur. Hipp. 589; Plat. Theaet. 149 d u. Sp., wie Luc. D. D. 20, 10.
Greek (Liddell-Scott)
προμνήστρια: ἡ, «προξενήτρια, Ἀριστοφ. Νεφ. 41, Πλάτ. Θεαίτ. 149D, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 16· μεταφορ., ἡ κακῶν πρ. Εὐρ. Ἱππ. 589· οὕτως ἐν Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 36, ὁ Valck. διορθοῖ προμνηστρίας ἀντὶ -ίδας. ― Καθ’ Ἡσύχ.: προμνήστρια· ἡ συνιστῶσα ἀλλήλοις τοὺς γαμοῦντας. (προξενοῦσα νυμφίους ἢ νύμφας)». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
entremetteuse, marieuse.
Étymologie: προμνάομαι.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. η προξενήτρα
2. αυτή που προξενεί κάτι, ιδίως κακό («ἡ κακῶν προμνήστρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προμνῶμαι + επίθημα -τρια (πρβλ. υπομνήσ-τρια)].
Greek Monotonic
προμνήστρια: ἡ (προμνάομαι), γυναίκα που ζητά σε γάμο ή φλερτάρει στο όνομα κάποιου άλλου, προξενήτρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· μεταφ., κακῶν προμνήστρια, αυτή που επιφέρει συμφορές, σε Ευρ.