προστρέφω: Difference between revisions

From LSJ

γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή → a woman ought to help a woman

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br />([[ιδίως]] το παθ.) <i>προστρέφομαι</i><br /><b>1.</b> τρέφομαι επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> ανατρέφομαι («[[ἱερεύς]] τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=Α [[τρέφω]]<br />([[ιδίως]] το παθ.) <i>προστρέφομαι</i><br /><b>1.</b> τρέφομαι επί [[πλέον]]<br /><b>2.</b> ανατρέφομαι («[[ἱερεύς]] τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]] [[εντός]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>προσεθρέφθην</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 21:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστρέφω Medium diacritics: προστρέφω Low diacritics: προστρέφω Capitals: ΠΡΟΣΤΡΕΦΩ
Transliteration A: prostréphō Transliteration B: prostrephō Transliteration C: prostrefo Beta Code: prostre/fw

English (LSJ)

   A bring up in, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη A.Ag. 736 (lyr.).    2 feed up, Ruf.Fr.68 (Pass., prob. cj.).    II feed in addition to oneself, Teles p.40 H.

Greek (Liddell-Scott)

προστρέφω: ἀνατρέφω ἐντός, ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 735.

French (Bailly abrégé)

élever ou nourrir dans, τινι.
Étymologie: πρός, τρέφω.

Greek Monolingual

Α τρέφω
(ιδίως το παθ.) προστρέφομαι
1. τρέφομαι επί πλέον
2. ανατρέφομαι («ἱερεύς τις ἄτας δόμοις προσεθρέφθη», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

προστρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω εντός — Παθ., αόρ. αʹ προσεθρέφθην, σε Αισχύλ.