τυχόν: Difference between revisions

From LSJ

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
(42)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]], ίσως (α. «αν [[τυχόν]] έλθεις, [[φέρε]] μου το [[βιβλίο]]» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. μτχ. αορ. β' [[τυχών]], -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[τυγχάνω]]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[τύχη]], ίσως (α. «αν [[τυχόν]] έλθεις, [[φέρε]] μου το [[βιβλίο]]» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> ουδ. μτχ. αορ. β' [[τυχών]], -<i>οῦσα</i>, -<i>όν</i> του ρ. [[τυγχάνω]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῠχόν:''' επίρρ., βλ. [[τυγχάνω]] Β. III. 2.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠχόν Medium diacritics: τυχόν Low diacritics: τυχόν Capitals: ΤΥΧΟΝ
Transliteration A: tychón Transliteration B: tychon Transliteration C: tychon Beta Code: tuxo/n

English (LSJ)

Adv.,

   A v. τυγχάνω A. 1.5.

Greek (Liddell-Scott)

τῠχόν: Ἐπίρρ., ἴδε τυγχάνω Β. ΙΙΙ. 2.

French (Bailly abrégé)

v. τυγχάνω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
επίρρ. κατά τύχη, ίσως (α. «αν τυχόν έλθεις, φέρε μου το βιβλίο» β. «σύν τε δύο σκεπτομένῳ τυχὸν εὑρήσομεν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. μτχ. αορ. β' τυχών, -οῦσα, -όν του ρ. τυγχάνω].

Greek Monotonic

τῠχόν: επίρρ., βλ. τυγχάνω Β. III. 2.