ἀξιοκοινώνητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀξιοκοινώνητος]], -ον (Α)<br />όποιος [[είναι]] [[άξιος]] να συμμετέχει σε [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀξιοκοινώνητος]], -ον (Α)<br />όποιος [[είναι]] [[άξιος]] να συμμετέχει σε [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀξιοκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), [[άξιος]] της παρέας κάποιου, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A worthy of our society, Pl.R.371e; worthy to share in, τοῦ συλλόγου Lg.961a.
German (Pape)
[Seite 269] des Umgangs werth; werth, zur Theilnahme zugelassen zu werden, Plat. Re P. II, 371 e Legg. XII, 961 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀξιοκοινώνητος: -ον, ὁ ἄξιος τῆς κοινωνίας, τινὸς Πλάτ. Πολ. 371Ε, Νόμ. 961Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
digne d’être fréquenté.
Étymologie: ἄξιος, κοινωνέω.
Spanish (DGE)
-ον
1 digno de la comunidad, ἄλλοι διάκονοι Pl.R.371e.
2 digno de participar en τοῦ συλλόγου Pl.Lg.961a.
Greek Monolingual
ἀξιοκοινώνητος, -ον (Α)
όποιος είναι άξιος να συμμετέχει σε κάτι.
Greek Monotonic
ἀξιοκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), άξιος της παρέας κάποιου, σε Πλάτ.