ἀντρώδης: Difference between revisions
Οὐπώποτ' ἐζήλωσα πολυτελῆ νεκρόν → Numquam probarim sumptuosum mortuum → Nie preis ich einen Toten selbst im Prachtgewand
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντρώδης]] (-ους), -ες (Α)<br />αυτός που έχει πολλές σπηλιές. | |mltxt=[[ἀντρώδης]] (-ους), -ες (Α)<br />αυτός που έχει πολλές σπηλιές. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀντρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[γεμάτος]] από σπηλιές, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,
A full of caves, πέτρα X.An.4.3.11; τόπος Arist.Pr. 932a2; ὑπώρειαι Ph.Fr.36H.; τὰ ἀ. Corn.ND28. 2 like a cave, οἰκίαι Philostr.VS2.23.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντρώδης: -ες, πλήρης σπηλαίων, πέτρα Ξεν. Ἀν. 4. 3, 11. τόπος Ἀριστ. Προβλ. 23. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
rempli de cavernes, caverneux.
Étymologie: ἄντρον, -ωδης.
Spanish (DGE)
-ες
1 cavernoso, lleno de cuevas πέτρα X.An.4.3.11, τόπος Arist.Pr.932a2, ὑπωρείαι Ph.Fr.36
•subst. τὰ ἀ. parajes cavernosos Corn.ND 28.
2 semejante a una cueva de la casa del monte en que Jeremías depositó el tabernáculo, LXX 2Ma.2.5, de las casas de los suburbios, Philostr.VS 606.
Greek Monolingual
ἀντρώδης (-ους), -ες (Α)
αυτός που έχει πολλές σπηλιές.