ἀνυπεύθυνος: Difference between revisions

From LSJ

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνυπεύθυνος]], -ον (AM)<br />(για πρόσωπα) αυτός που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που δεν [[είναι]] [[υπόλογος]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) όποιος δεν επιδέχεται έλεγχο ή [[επίκριση]].
|mltxt=[[ἀνυπεύθυνος]], -ον (AM)<br />(για πρόσωπα) αυτός που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που δεν [[είναι]] [[υπόλογος]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για πράγματα) όποιος δεν επιδέχεται έλεγχο ή [[επίκριση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνυπεύθῡνος:''' -ον (εὐθῦναι), μη υποκείμενος σε [[ευθύνη]], [[ανεύθυνος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 21:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνυπεύθῡνος Medium diacritics: ἀνυπεύθυνος Low diacritics: ανυπεύθυνος Capitals: ΑΝΥΠΕΥΘΥΝΟΣ
Transliteration A: anypeúthynos Transliteration B: anypeuthynos Transliteration C: anypeythynos Beta Code: a)nupeu/qunos

English (LSJ)

ον,

   A not liable to a εὔθυνα, not accountable, of persons, esp. magistrates or statesmen, Ar.V.587, Pl.Lg.761e; ἀ. ἄρχειν ib. 875b, cf. Arist.Pol.1295a20; = Lat. dictator, Plu.Fab.3. Adv. -νως Andronic. Rhod.p.574M., D.S.1.70.    2 of things, beyond human control or criticism, τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7; ἀνάγκη Epicur.Ep. 3p.65U.; ἐξουσία ἀ. unchartered freedom, Phld.Herc.1251.3.    II that will not bear investigation, ἔργα Ph.2.266.

German (Pape)

[Seite 266] keine Rechenschaft abzulegen verpflichtet, nicht verantwortlich, καὶ αὐτοκράτωρ Plat. Legg. IX, 875 d; öfter ἄρχων; Arist.; Ar. Vesp. 587; bei Plut. der Dictator.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνυπεύθῡνος: -ον, μὴ ὑποκείμενος εἰς εὐθύνην, μὴ ὑπεύθυνος, Ἱππ. 27. 15, Ἀριστοφ. Σφ. 587, Πλάτ. Νόμ. 761Ε, 875Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 24, κ. ἀλλ.· πρβλ. ἀνεύθυνος. - Ἐπίρρ. -νως Διόδ. 1. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas de comptes à rendre, non responsable.
Étymologie: ἀ, ὑπεύθυνος.

Spanish (DGE)

(ἀνυπεύθῡνος) -ον
I 1jur. que no está sometido a rendición de cuentas de magistrados o jurados, Ar.V.587, Pl.Lg.761e, ἀ. ... ἄρξῃ Pl.Lg.875b, cf. Arist.Pol.1295a20, ἀ. εἶναι PFrankf.1.34, 87 (III a.C.), PTeb.700.54 (II a.C.), BGU 1102.34 (I a.C.), Plb.32.10.7
de abstr. ἀ. δὲ καὶ ἀζήτητον ... οὐδέν ἐστι no hay nada que no pueda ser descubierto ni libre de rendir cuentas Aeschin.3.22.
2 que está fuera del control humano τὰ τῆς τέχνης ἀ. Hp.Praec.7, ἀνάγκη Epicur.Ep.[4] 133, ἐξουσία Plb.27.10.2, Phld.Herc.1251.3.10
ilimitado εὐωχία IGLS 51.10
que no se investiga ἔργα Ph.2.266
subst. ὁ ἀ. dictador Plu.Fab.3.
II adv. -ως con toda autoridad ἄρχειν πλήθους ἀ. Andronic.Rhod.p.574, πάντα πράττειν ... ἀ. D.S.1.70.

Greek Monolingual

ἀνυπεύθυνος, -ον (AM)
(για πρόσωπα) αυτός που δεν υπόκειται σε έλεγχο, που δεν είναι υπόλογος για κάτι
αρχ.
(για πράγματα) όποιος δεν επιδέχεται έλεγχο ή επίκριση.

Greek Monotonic

ἀνυπεύθῡνος: -ον (εὐθῦναι), μη υποκείμενος σε ευθύνη, ανεύθυνος, σε Αριστοφ., Πλάτ.