ἄσκαλος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄσκαλος]] και [[ἄσκαλτος]], -ον (Α)<br />ο [[ασκάλιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]»].
|mltxt=[[ἄσκαλος]] και [[ἄσκαλτος]], -ον (Α)<br />ο [[ασκάλιστος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάλλω]] «[[σκαλίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄσκᾰλος:''' -ον ([[σκάλλω]]), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 21:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκᾰλος Medium diacritics: ἄσκαλος Low diacritics: άσκαλος Capitals: ΑΣΚΑΛΟΣ
Transliteration A: áskalos Transliteration B: askalos Transliteration C: askalos Beta Code: a)/skalos

English (LSJ)

ον,

   A = ἀσκάλευτος, Theoc.10.14:—also ἄσκαλτος, ον, Hsch.

German (Pape)

[Seite 370] = folgdm, Theocr. 10, 14.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non foui, non creusé.
Étymologie: ἀ, σκάλλω.

Spanish (DGE)

-ον
agr. no escardado τὰ πρὸ θυρᾶν μοι ἀπὸ σπόρω ἄσκαλα πάντα Theoc.10.14, cf. Sch.Theoc.ad loc., ἄσκαλα· ἀκάθαρτα Hsch.
fig. prob. de la juventud no trabajado ἄ. αἰών Orác. en IEphesos 1252.7 (II d.C.).

Greek Monolingual

ἄσκαλος και ἄσκαλτος, -ον (Α)
ο ασκάλιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + σκάλλω «σκαλίζω»].

Greek Monotonic

ἄσκᾰλος: -ον (σκάλλω), αυτός που δεν έχει σκαλιστεί, άσκαφτος, σε Θεόκρ.