ψευδόρκιος: Difference between revisions
From LSJ
(47c) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α [[ψεύδορκος]]<br />αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο. | |mltxt=-ον, Α [[ψεύδορκος]]<br />αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ψευδόρκιος:''' -ον ([[ὅρκος]]), αυτός που ορκίζεται [[ψευδώς]], [[επίορκος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A perjured, forsworn, Hdt.1.165.
German (Pape)
[Seite 1395] = ψεύδορκος, falsch schwörend, meineidig, Her. 1, 165.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδόρκιος: -ον, ψευδῶς ὁρκισθείς, ἐπίορκος, Ἡρόδ. 1. 165.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.
Greek Monolingual
-ον, Α ψεύδορκος
αυτός που έδωσε ψεύτικο όρκο.
Greek Monotonic
ψευδόρκιος: -ον (ὅρκος), αυτός που ορκίζεται ψευδώς, επίορκος, σε Ηρόδ.