ἀρημένος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source
(big3_6)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br />[[abatido]], [[consumido]] γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. <i>Il</i>.18.435, Ὀδυσσεὺς ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. <i>Od</i>.6.2, τίπτε, τόσον, Πολύφημ', ἀ. ὧδ' ἐβόησας <i>Od</i>.9.403, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον <i>Od</i>.18.53.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. 2 [[ἀρή]].
|dgtxt=-η, -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾱ-]<br />[[abatido]], [[consumido]] γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. <i>Il</i>.18.435, Ὀδυσσεὺς ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. <i>Od</i>.6.2, τίπτε, τόσον, Πολύφημ', ἀ. ὧδ' ἐβόησας <i>Od</i>.9.403, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον <i>Od</i>.18.53.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. 2 [[ἀρή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρημένος:''' -η, -ον, Επικ. Παθ. μτχ. του [[ἀράω]] Β.
}}
}}

Revision as of 21:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρημένος Medium diacritics: ἀρημένος Low diacritics: αρημένος Capitals: ΑΡΗΜΕΝΟΣ
Transliteration A: arēménos Transliteration B: arēmenos Transliteration C: arimenos Beta Code: a)rhme/nos

English (LSJ)

[ᾱ], η, ον, pf. part. Pass., expld. by Gramm. by βεβλαμμένος,

   A distressed, worn out, once in Il., γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. 18.435; more freq. in Od., ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. 6.2; τίπτε τόσον, Πολύφημ', ἀρημένος ὧδ' ἐβόησας; 9.403; γήρᾳ ὑπὸ λιπαρῷ ἀ. 11.136; δύῃ ἀ. 18.53. [Prob. akin to ἀρή, Ἄρης.]

German (Pape)

[Seite 350] einzeln stehendes partic. perf. pass., gequält, gedrückt, τίπτε τόσον αρημένος ὧδ' ἐβόησας Od. 9, 403; ὕπνῳ καὶ καμάτῳ 6. 2; ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον 18, 53. 81; γήραϊ λυγρῷ Iliad. 18, 435; γήραι ὕπο λιπαρῷ Od. 11, 136. 23, 283.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρημένος: -η, -ον, ἴδε ἀράω.

French (Bailly abrégé)

seul. masc.
accablé.
Étymologie: part. pf. Pass. d’un verbe inus.

Spanish (DGE)

-η, -ον

• Prosodia: [ᾱ-]
abatido, consumido γήραϊ λυγρῷ κεῖται ἐνὶ μεγάροις ἀ. Il.18.435, Ὀδυσσεὺς ὕπνῳ καὶ καμάτῳ ἀ. Od.6.2, τίπτε, τόσον, Πολύφημ', ἀ. ὧδ' ἐβόησας Od.9.403, ἄνδρα γέροντα, δύῃ ἀρημένον Od.18.53.

• Etimología: Cf. 2 ἀρή.

Greek Monotonic

ἀρημένος: -η, -ον, Επικ. Παθ. μτχ. του ἀράω Β.